προσθέντες

προσθέντες
προστίθημι
put to
aor part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… …   Dictionary of Greek

  • όργανος — ὄργανος, άνη, ον, θηλ. και ὀργάνα (Α) [όργανον] αυτός που κατασκευάζει κάτι («τίνος εἵνεκ ἄτιμον ὀργάναν χέρα τεκτοσύνας Ἐνυαλίῳ... προσθέντες τάλαιναν... μεθεῑτε Τροίαν;», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”